- περίτριψις
- περί-τριψις, εως, ἡ,A rubbing round, Sch.Nic.Al.256.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίτριψις — ίψεως, ἡ, Α [περιτρίβω] τριβή, τρίψιμο γύρω γύρω … Dictionary of Greek
περιτρίψει — περίτριψις rubbing round fem nom/voc/acc dual (attic epic) περιτρίψεϊ , περίτριψις rubbing round fem dat sg (epic) περίτριψις rubbing round fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτρίψεως — περιτρίψεω̆ς , περίτριψις rubbing round fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)